- βλέπετε
- βλέπωseepres imperat act 2nd plβλέπωseepres ind act 2nd plβλέπωseeimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλέπετ' — βλέπετε , βλέπω see pres imperat act 2nd pl βλέπετε , βλέπω see pres ind act 2nd pl βλέπεται , βλέπω see pres ind mp 3rd sg βλέπετο , βλέπω see imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) βλέπετε , βλέπω see imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Παλαίπαφου (Κύπρου), Τοπικό — Περίπου ένα χιλιόμετρο από τη νότια ακτή της Κύπρου, σε ένα λόφο, υψωνόταν το διάσημο κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους ιερό της Αφροδίτης. Εδώ κατασκεύασαν αργότερα οι σταυροφόροι το μικρό φρούριο La Covocle (από αυτό προέρχεται και το όνομα του … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… … Dictionary of Greek
Present tense — For other uses, see Present tense (disambiguation). The present tense (abbreviated pres or prs) is a grammatical tense that locates a situation or event in present time.[1] This linguistic definition refers to a concept that indicates a feature… … Wikipedia
Иудаизм и христианство — Статья излагает историю взаимодействия двух религий, а также воззрения их авторитетных деятелей друг на друга Содержание 1 Сравнение христианства и иудаизма … Википедия
блюсти — БЛЮ|СТИ (28), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1.Смотреть, следить, наблюдать: нъ блюди чадо да не богатьство и слава мира сего възврати тѩ въсп˫ать. ЖФП XII, 33г; бѣ нѣкто гробьныи та||ть. иже възгрѣба˫а мьртвьца. съвлачаше съ нихъ пърты. и сто˫а на поути блюдѩше … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
блюстисѧ — БЛЮ|СТИСѦ (117), ДОУСѦ, ДЕТЬСѦ гл. 1.Остерегаться, беречься: блюдiсѩ зълодѣ˫а зло бо съдѣваѥть. (πρόσεχε) Изб 1076, 148; ˫ако же ѥмоу облачащюс˫а въ одежю чистоу. простъ же сы оумъмь неже блюдыис˫а ѥ˫а. она же прилѣжьно зьрѩаше хот˫ащи истѣѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δη — δή (Α) (μόριο) 1. χρον. σ αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» πέρασαν ήδη εννιά χρόνια δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ ἦμαρ» αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα ε. «τόδε δή» αυτή τη στιγμή ακριβώς) 2.… … Dictionary of Greek
κατατομή — η (AM κατατομή) [κατατέμνω] η από τα πλάγια όψη ενὸς προσώπου ή αντικειμένου, το προφίλ, σε αντιδιαστολή προς την κατά πρόσωπο όψη νεοελλ. 1. (για οικοδόμημα, κόσμημα, σκεύος κ.λπ.) κατακόρυφη τομή που γίνεται για να παρασταθεί το εσωτερικό ή τα… … Dictionary of Greek
λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… … Dictionary of Greek